μεσόστυλα

μεσόστυλα
μεσόστυλον
space between columns
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεσόστυλο — το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον) το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων μσν. στον πληθ. τὰ μεσόστυλα τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι αρχ. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»· [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”